- μαγέρικο
- τολαϊκό εστιατόριο, μαγειρείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάγερας + κατάλ. -ικο (πρβλ. μανάβης: μανάβικο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαγέρικο — το λαϊκό εστιατόριο, το μαγειρείο: Το μαγέρικο στη γωνία φημίζεται για την καθαριότητά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
magher — MÁGHER s. v. bucătar. Trimis de siveco, 25.10.2008. Sursa: Sinonime maghér (maghéri), s.m. – Bucătar la o mănăstire. ngr. μάγειρος, parţial prin intermediul sl. magerŭ (Tiktin). sec. XVII, împrumut cult, înv. – Der. magherniţă, s.f. ( … Dicționar Român
μαγειρειό — μαγειρειό, το και μαγειρείο, το 1. οχώρος όπου μαγειρεύονται τα φαγητά, η κουζίνα: Δουλεύει στο μαγειρείο ενός νοσοκομείου. 2. λαϊκό εστιατόριο, το μαγέρικο: Άνοιξε ένα φτηνό μαγειρείο κοντά στο πανεπιστήμιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)